ελάφρωμα

ελάφρωμα
το
το να καταστεί κάτι ελαφρότερο, ευκολότερο ή λιγότερο δυσβάτακτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλάφρεμα — το [αλαφραίνω] το ελάφρωμα …   Dictionary of Greek

  • αλάφρωμα — το [αλαφρώνω] το ελάφρωμα* …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”